- μυρμηγκιά
- η1. μυρμηγκοφωλιά.2. μτφ., μεγάλο και πυκνό πλήθος: Στο συλλαλητήριο μαζεύτηκε μυρμηγκιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
μελιτακιά — η (Μ μελιτακιά) [μελίτακας] (ιδιωμ.) (στην Κρήτη) 1. φωλιά μυρμηγκιών 2. πλήθος από μυρμήγκια, μυρμηγκιά, η φάλαγγα που σχηματίζουν τα μυρμήγκια … Dictionary of Greek
ληστοβίωση — η βιολ. 1. τρόπος συμβίωσης τών μυρμηγκιών 2. βιολογική ομάδα που αποτελείται από τερμίτες ή μεγάλα μυρμήγκια και από μικρότερα μυρμήγκια, τα οποία εισχωρούν στη φωλιά τών προηγουμένων και συμβιούν με αυτά κλέβοντας την τροφή τους … Dictionary of Greek
μυρμηγκιάζω — και μερμηγκιάζω [μυρμήγκι] 1. γεμίζω από μυρμήγκια 2. είμαι ή γίνομαι πολύς, αυξάνομαι σε αριθμό, όπως τα μυρμήγκια («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει, / μαύρη η εντάφια συντροφιά», Σολωμ.) 3. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα. 4. μουδιάζω … Dictionary of Greek
μυρμηκάνθρωποι — μυρμηκάνθρωποι, οἱ (Α) 1. άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από μυρμήγκια ή άνθρωποι που μοιάζουν με μυρμήγκια 2. ως κύριο όν. Μυρμηγκάνθρωποι τίτλος κωμωδίας τού Φερεκράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι» + ἄνθρωπος] … Dictionary of Greek
μυρμηκία — η ιατρ. καλοήθης όγκος τής επιδερμίδας που προκαλείται από ιό, εντοπίζεται συνήθως στο άκρο χέρι, στα δάχτυλα τών χεριών, γύρω ή κάτω από τα νύχια και μερικές φορές στο πρόσωπο και είναι μολυσματική πάθηση, κν. μυρμηγκιά και μυρμηκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ … Dictionary of Greek
μυρμηκίζω — (ΑΜ, Μ και μυρμηγκίζω) [μύρμηξ] μσν. 1. προχωρώ, έρπω όπως τα μυρμήγκια, δηλαδή δεν περπατώ σε ευθεία γραμμή 2. τσιμπώ, προκαλώ φαγούρα 3. είμαι πολυάριθμος, όπως τα μυρμήγκια, μυρμηκιάζω αρχ. 1. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα 2. (για τον σφυγμό)… … Dictionary of Greek
μυρμηκολέων — (myrmeleon formicarius). Έντομο της οικογένειας των μυρμηκολεοντιδών της τάξης των νευροπτέρων. Όταν πάρει την οριστική όψη του ο μ. έχει μήκος 4 εκ., κοιλιά μακριά και λεπτή και δύο ζεύγη διαφανών πτερύγων που το κάνουν να μοιάζει με τις… … Dictionary of Greek
μυρμηκοξενία — η βιολ. περίπτωση συνοίκησης μερικών μυρμηκόφιλων ειδών, κατά την οποία ένα ζώο που αιχμαλωτίζεται από μυρμήγκια γίνεται αντικείμενο τών φροντίδων τους και τρέφεται από τα αβγά τους, ενώ τα μυρμήγκια που τό φιλοξενούν παίρνουν από το ζώο ένα υγρό … Dictionary of Greek
μυρμηκοφάγος — Κοινή ονομασία θηλαστικών της οικογένειας των μυρμηκοφαγιδών, της τάξης των νωδών. Ο τριδάκτυλος ή χαιτοφόρος μ. (myrmecophaga tridactyla ή jubata), που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική, μπορεί να φτάσει σε μήκος 2,5 μ. και βάρος 45 περίπου… … Dictionary of Greek